- τενοντότρωτος
- τενοντότρωτος, ον,A wounded in the tendons, Gal.13.575.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τενοντότρωτος — ον, Α τραυματισμένος στους τένοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + τρωτός (< τιτρώσκω), πρβλ. νευρό τρωτος] … Dictionary of Greek
τενοντοτρώτους — τενοντότρωτος wounded in the tendons masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)